προσωποληπτώ

προσωποληπτώ
(ε) αμετ. проявлять пристрастие, относиться с пристрастием; лицеприятствовать (уст. )

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "προσωποληπτώ" в других словарях:

  • προσωποληπτώ — προσωποληπτῶ, έω, ΝΜΑ [προσωπολήπτης] έχω χαριστική διάθεση απέναντι σε ένα άτομο, μεροληπτώ («εἰ δὲ προσωποληπτεῑτε, ἁμαρτίαν ἐργάζεσθε», ΚΔ) …   Dictionary of Greek

  • απροσωπόληπτος — η, ο (AM ἀπροσωπόληπτος, ον) [προσωποληπτώ] αυτός που δεν κάνει διακρίσεις, αμερόληπτος …   Dictionary of Greek

  • προσωπόληψις — ήψεως, ἡ, Μ [προσωποληπτῶ] μεροληψία …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»